- μονο-
- α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό γίνεται μια φορά ή είναι ένα: Μονοετής, μονόφθαλμος, μονοκατοικία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μόνο — επίρρ. τροπ., αλλά, όμως, ωστόσο, μονάχα: Παίξε στην αυλή, μόνο πρόσεξε να μη λερωθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιτρολέ(ι)μονο — το ο καρπός τής κιτρολε(ϊ)μονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λέ(ι)μονο (< λε(ϊ)μόνι), πρβλ. γλυκο λέ(ι)μονο, ξυνο λέ(ι)μονο] … Dictionary of Greek
βαρυφαίνομαι — (μόνο στο γ πρόσ.) φαίνεται βαρύ, δυσάρεστο … Dictionary of Greek
δαμαλουρικό — μόνο στη φράση «δαμαλουρικό οξύ» οξύ μείγμα που αποχωρίζεται από τα ούρα των αγελάδων … Dictionary of Greek
αγωνιώ — (μόνο στον ενεργ. ενεστ. και πρτ.), κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ πολύ: Αγωνιά για να μάθει τα αποτελέσματα των εξετάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδυνατώ — (μόνο στον ενεστ. και τον πρτ.), δεν μπορώ να κάνω κάτι, είμαι ανίκανος για κάτι: Μια τέτοια πράξη αδυνατώ να την κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελουργώ — (μόνο ενεστ. και πρτ.), αμτβ., καλλιεργώ αμπέλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλογώ — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), έχω αναλογία, ομοιότητα προς κάτι άλλο: Να πληρώσει κι αυτός ό,τι του αναλογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοηταίνω — (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), είμαι ανόητος, λέγω ή κάνω ανοησίες: Πάψε πια να ανοηταίνεις, μεγάλωσες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξίζω — μόνο στον ενεστ. και πρτ. 1. έχω αξία σε χρήμα: Το αυτοκίνητο αυτό δεν αξίζει πολλά πράγματα. 2. έχω ικανότητες, είμαι άξιος: Στις εξετάσεις για υποτροφία έδειξε τι άξιζε. 3. ανταποκρίνομαι επάξια σε κάτι, μου πρέπει: Την άξιζε αυτή τη θέση. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)